- χειμώνας
- ο / χειμών, -ῶνος, ΝΜΑ1. (αστρον.-μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης2. (κατ' επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά3. μτφ. τα γηρατειάαρχ.1. μτφ. α) πλήθος δεινών, συμφορών («οἷός σε χειμὼν καὶ κακῶν τρικυμία ἔπεισ' ἄφυκτος», Αισχύλ.)β) μανία, τρέλα («Αἴας θολερῷ κεῑται χειμῶνι νοσήσας», Σοφ.)γ) δυσάρεστη τροπή, δυσχερής κατάσταση («ἐν σάλῳ μεγάλῳ καὶ χειμώνι τῶν πραγμάτων φερομένων», Πλούτ.)δ) σφοδρό ψυχικό ή σωματικό πάθοςε) (για πρόσ.) i) αιτία δεινών («χειμὼν κατ' οἴκους ἀνδράσιν κακὴ γυνή», Μέν.)ii) αυτός που προξενεί καταθλιπτικά αισθήματα στα αγαπημένα του πρόσωπαστ) (για μάχη) σφοδρότητα («δορὸς... ἐν χειμῶνι», Σοφ.)2. αστρον. ο Βορράς3. (η δοτ., η γεν. και η αιτ. ως επίρρ.) χειμῶνι και χειμῶνος και χειμῶνα(με χρον. σημ.) κατά τη διάρκεια τού χειμώνα4. φρ. α) «τοῡ χειμῶνος» — κατά τη χειμερινή περίοδο (Θουκ.)β) «χειμὼν νοτερός» — σφοδρός άνεμος με βροχή (Θουκ.)γ) «ὑπὸ τῶν χειμώνων» — λόγω τών τρικυμιών (Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χειμών και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ghey- «χειμώνας, χιόνι» και έχουν σχηματιστεί από μία μορφή *ghei-m- / *ghy-em- τής αρχικής ρίζας (με έρρινο ένθημα -m-), με διάφορες μεταπτώσεις στον φωνηεντισμό και με διαφορετικά επιθήματα. Ειδικότερα, ο τ. χειμών, -ῶνος έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα *gheim- με επίθημα -ων (IE -ĕn / -ŏn) και μπορεί να συνδεθεί με τα αρχ. ινδ. heman «κατά τον χειμώνα» και heman-t-ah «χειμώνας» (με επέκταση -t-). Με το ίδιο επίθημα, αλλά στη συνεσταλμένη του μορφή *-n- έχει σχηματιστεί ο τ. χεῖμα, χείματος. Παρλλ. προς τους δύο αυτούς τ. με επίθημα σε *-n-, απαντούν και τ. που εμφανίζουν επίθημα σε *-r- (πρβλ. χειμέριος, χειμερινός, λατ. hibernus, αρμ. jmern), με τη γνωστή εναλλαγή τών επιθημάτων σε *-n-και *-r- (πρβλ. ὕπνος*: ὕπαρ*). Λιγότερο πιθανή θεωρείται η ερμηνεία τού τ. χειμερινός μέσω ενός αμάρτυρου τ. *χειμενι-νο-ς (< τ. τοπικής πτώσης *χειμενι) με ανομοιωτική τροπή τού -ν- σε -ρ-. Από τη μηδενισμένη βαθμίδα χῐμ- (< *ghim-) έχουν σχηματιστεί οι τ. χίμετλον*, χίμαιρα* και ορισμένα σύνθ. σε -χιμος, πρβλ. μελάγ-χιμος (πρβλ. αρχ. ινδ. hima- «κρύο, χιόνι», himā- «χειμώνας»). Τέλος, από τη μορφή *gh(i)yem- τής ρίζας (πρβλ. λατ. hiems «χειμώνας», αρμ. jiwn «χιόνι») με εκτεταμένο - ετεροιωμένο το φωνήεν έχει προέλθει ο τ. χιών, μέσω ενός αμάρτυρου *χιωμ (< *ghiyōm), με τη χαρακτηριστική για την Ελληνική τροπή τού ΙΕ ληκτικού -m- σε -n- (πρβλ. εἷς* < *ενς < ρίζα *sem-, χθών* αντί *χθωμ, πρβλ. χθαμαλός). Οι τ. χεῖμα και χειμών απαντούν ως α' συνθετικό λ. με τις μορφές: χειμα- (πρβλ. χειμά-ρρους / χείμα-ρρος), χειμ(ο)- (πρβλ. χειμ-άμννα, χειμο-θνής), χειμη- (στον τ. χειμήβοτος*) και χειμωνο- (πρβλ. χειμωνο-τύπος) και ως β' συνθετικό με τις μορφές: -χείματος, -χείμων και -χειμερος (από το θ. με -ρ-, πρβλ. χειμερινός)].
Dictionary of Greek. 2013.